ἀκάνθινος — of thorns masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek
ακάνθινος — η, ο αγκαθένιος: Φόρεσαν στο Χριστό ακάνθινο στεφάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκάνθινον — ἀκάνθινος of thorns masc acc sg ἀκάνθινος of thorns neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίναις — ἀκάνθινος of thorns fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίνη — ἀκάνθινος of thorns fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίνης — ἀκάνθινος of thorns fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίνοις — ἀκάνθινος of thorns masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίνου — ἀκάνθινος of thorns masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθίνῳ — ἀκάνθινος of thorns masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάνθινα — ἀκάνθινος of thorns neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)